γυμνοῦ

γυμνοῦ
γυμνός
naked
masc/neut gen sg
γυμνόω
strip naked
pres imperat mp 2nd sg
γυμνόω
strip naked
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γύμνου — γυμνόω strip naked pres imperat act 2nd sg γυμνόω strip naked imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • γυμνισμός — Φυσιολατρική αντίληψη με πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές προεκτάσεις που δέχεται έναν τρόπο ζωής όπου επικρατεί η κοινή γυμνότητα των σωμάτων. Κατά την αρχαιότητα, στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως τηρούσαν στάση ανεκτική απέναντι στη… …   Dictionary of Greek

  • Eretria — Gemeinde Eretria Δήμος Ερέτριας …   Deutsch Wikipedia

  • Argos-Mykene — Gemeinde Argos Mykene (Δήμος Άργους Μυκηνών) …   Deutsch Wikipedia

  • ESOPHORIUM — Graece Ε᾿σωφόριον, apud Anastas. in Vita Ioh. Eleemosynarii, Ille ergo putans, quod egenus esset, exspoliavit se Esophorium suum, quod illius melius erat, et dat ei. Mox hypocamisum dicitur eidem, Et dicebat semper, quod posset intentione dandi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνία — Κατεργασία πρώτων υλών με τα χέρια ή με στοιχειώδη εργαλεία και μηχανήματα. Ονομάζεται συνήθως β. η παραγωγή προϊόντων κατασκευασμένων από ειδικευμένους τεχνίτες ή και μαθητευόμενους με την εποπτεία ειδικευμένων. Στους πρωτόγονους λαούς, η β.… …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”